Το ΙΟΒΕ εξέδωσε την τέταρτη έκθεσή του για το 2013, στο πλαίσιο των περιοδικών επισκοπήσεων της ελληνικής οικονομίας.
Εστιάζει στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον και περιλαμβάνει: α) την ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος στα τέλη του 2013 και κατά το 2014, με βάση την πλέον πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ και της Ευρ. Επιτροπής, καθώς και με στοιχεία άλλων διεθνών φορέων β) την αποτύπωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα στο τέταρτο τρίμηνο, βάσει των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων των ερευνών οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ γ) την ανάλυση υλοποίησης του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης το 2013 και τις εκτιμήσεις για τα μεγέθη του φέτος, βάσει της Εισηγητικής Έκθεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού 2014.
Σε μεθοδολογικό επίπεδο η έκθεση αναφέρεται και στηρίζεται σε στοιχεία που ήταν διαθέσιμα μέχρι τις 24/01/2014. Η επόμενη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία θα εκδοθεί στις αρχές Απριλίου του 2014.
Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα της έκθεσης:
Περαιτέρω ανάσχεση της ύφεσης στην Ελλάδα στο τρίτο τρίμηνο του 2013
Το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας υποχώρησε κατά 3,0% στο τρίτο περυσινό τρίμηνο έναντι της ίδιας περιόδου του 2012, όταν η αντίστοιχη πτώση του έφθανε το 5,7%. Η συγκεκριμένη μείωση ήταν η χαμηλότερη από το τρίτο τρίμηνο του 2010. Έτσι στο εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2013 το ΑΕΠ ήταν 4,0% χαμηλότερο έναντι της ίδιας περιόδου του 2012, κατά την οποία υποχωρούσε κατά 6,6%. Η σημαντική αύξηση των εξαγωγών, λόγω των ικανοποιητικών εισπράξεων από το διεθνή τουρισμό, καθώς και η διεύρυνση των αποθεμάτων που τόνωσε τις επενδύσεις, περιόρισαν την ύφεση.
Αναλυτικότερα, η μείωση της καταναλωτικής ζήτησης των νοικοκυριών κλιμακώθηκε εκ νέου στην περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους, φθάνοντας το 8,1%, υπό την επίδραση της κατάργησης του επιδόματος αδείας στους δημόσιους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους, καθώς και των περικοπών στους μισθούς και στις συντάξεις τους αντίστοιχα που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του περασμένου έτους. Ακολούθως, η ιδιωτική κατανάλωση περιορίστηκε κατά 7,7% στο πρώτο εννιάμηνο του 2013. Αντιθέτως, οι καταναλωτικές δαπάνες του δημόσιου τομέα στο τρίτο περυσινό τρίμηνο ήταν ίδιου μεγέθους με αυτές ένα χρόνο πριν, τότε όμως είχαν διαμορφωθεί σε σχετικά χαμηλό επίπεδο. Πάντως, η περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης μετριαζόταν συνεχώς την προηγούμενη χρονιά μέχρι και το τρίτο τρίμηνο, με αποτέλεσμα να φτάσει το 5,2% σε αυτό το χρονικό διάστημα, από 3,7% στην αντίστοιχη περίοδο του 2012. Νέα αντιστροφή της τάσης σημειώθηκε στο σχηματισμό κεφαλαίου κατά το γ’ τρίμηνο, ο οποίος κινήθηκε ανοδικά, εξαιτίας αποκλειστικά της διαφορετικής μεταβολής στο σχηματισμό αποθεμάτων σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2012. Παρότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν 12,5% λιγότερες, όσο περίπου και κατά τα δύο προηγούμενα τρίμηνα του 2013, τα αποθέματα ήταν κατά €1,2 δισεκ. περισσότερα. Στο αρχικό εννιάμηνο οι συνολικές επενδύσεις αυξήθηκαν για πρώτη φορά από το 2007, κατά 2,4%, ενώ πρόπερσι συρρικνώνονταν κατά 26,3%.
Στην πλευρά του εξωτερικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, οι εξαγωγές συνέχισαν να αυξάνονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ταχύτερα από ότι στο δεύτερο τρίμηνο (5,7% έναντι 0,9%). Όμως η άνοδός τους προήλθε κυρίως από από την ενίσχυση των εξαγωγών υπηρεσιών εξαιτίας της υψηλής διεθνούς τουριστικής κίνησης (+8,8%) και όχι από τη διεύρυνση των εξαγωγών αγαθών (+2,4%), η οποία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην εξαγωγή πετρελαιοειδών. Έτσι, οι εξαγωγές υπερέβησαν στο εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου κατά 2,0% το επίπεδό τους ένα χρόνο νωρίτερα. Σε τροχιά ανόδου βρέθηκαν και οι εισαγωγές, για πρώτη φορά μετά από ακριβώς πέντε χρόνια. Ωστόσο η έκτασή της ήταν περιορισμένη (+2,3%) και όχι ικανή να αναστρέψει την πτωτική τάση τους στο πρώτο εξάμηνο του 2013, που οδήγησε σε μείωσή τους κατά 5,5% στο σύνολο του πρώτου περυσινού εννιαμήνου, σαφώς μικρότερη από ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα του 2012 (-15,5%). Συνισταμένη των εξελίξεων στις δύο βασικές συνιστώσες του εξωτερικού τομέα κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα αποτέλεσε η συρρίκνωση του ελλείμματός του κατά 82,3% σε εθνικολογιστικούς όρους, μόλις στα €566 εκατ. ή 0,5% του ΑΕΠ.
Σε ότι αφορά τις τάσεις κατά το καταληκτικό τρίμηνο του 2013, εκτιμάται ότι τα νοικοκυριά συνέχισαν να περιορίζουν τα καταναλωτικά έξοδα όσο περίπου και στο προηγούμενο τρίμηνο, ενώ οι περικοπές στις καταναλωτικές δαπάνες του δημόσιου τομέα ήταν μεγαλύτερες, λόγω κυρίως του υψηλού επιπέδου τους ένα χρόνο νωρίτερα. Αρκετά μεγαλύτερη δραστηριότητα σημειώθηκε σε σύγκριση με τα προηγούμενα τρίμηνα στα οικοδομικά έργα, όμως το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο των επενδύσεων στα τέλη του 2012 από την υπερσυσσώρευση αποθεμάτων θα επιφέρει εκτεταμένη τεχνική υποχώρησή τους. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν, η πτώση τους όμως υπεραντισταθμίστηκε από την ώθηση του τουρισμού στις εξαγωγές υπηρεσιών. Τέλος, μετά την πρόσκαιρη άνοδό τους στο τρίτο περυσινό τρίμηνο, οι εισαγωγές επέστρεψαν σε πτωτική τροχιά. Συνεκτιμώντας την εξέλιξη του ΑΕΠ στα προηγούμενα τρίμηνα του περασμένου έτους, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2013 θα διαμορφωθεί στο 4%, ενδεχομένως και ελαφρώς υψηλότερα.
Σε τροχιά σταθεροποιήσης η ελληνική οικονομία το 2014
Η ολοκλήρωση των πολύμηνων διαπραγματεύσεων με την τρόικα βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων στις αρχές του 2014. Βαρύτητα κατά το νέο κύκλο τους αναμένεται να δοθεί κυρίως στον προσδιορισμό των δημοσιονομικών μέτρων για την προσεχή τριετία και στην αναδιάρθρωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα. Οι πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα περιλαμβάνουν την περικοπή ή την κατάργηση δαπανών, την κατάργηση φοροαπαλλαγών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης κυρίως μέσω του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, τη συνέχιση ήδη εφαρμοζόμενων μέτρων των οποίων είχε προβλεφθεί η ολοκλήρωση εφαρμογής κατά τη διετία 2014-2015 (πχ. εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης) κ.α. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ταμειακή βάση το 2013 είναι ένα θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως πρέπει να προσεγγιστεί και να αξιοποιηθεί συστηματικά.
Δεν πρέπει να θεωρείται ή να προβάλλεται ως ο απώτατος στόχος της οικονομικής πολιτικής, ο οποίος είναι η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2016. Η επίτευξη πρωτογενούς θετικού αποτελέσματος, σε δεδουλευμένη βάση και σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, εφόσον επιβεβαιωθεί από τα στοιχεία της Eurostat στα μέσα Απριλίου, θα βελτιώσει ιδιαίτερα τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης σε διαπραγμάτευση σχετικά με τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, βάσει της απόφασης του Eurogroup της 26/11/2012, η οποία όμως ίσως πραγματοποιηθεί κατόπιν των ευρωεκλογών.
Τα καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα κατά το προηγούμενο έτος θα έχουν σημαντική επίδραση στην τόνωση της εμπιστοσύνης της διεθνούς κοινότητας στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας και στην ικανότητά της να διέλθει την παρατεταμένη οικονομική κρίση με στέρεες αναπτυξιακές προοπτικές. Ακολούθως, θα επιφέρουν καλυτέρευση του επενδυτικού κλίματος. Στη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας συμβάλλει και η προεδρία στην ΕΕ κατά το τρέχον εξάμηνο. Η λήψη ορισμένων πρωτοβουλιών από την ελληνική κυβέρνηση, πχ. στο πεδίο της ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης, μπορεί να αναβαθμίσει σημαντικά το ρόλο της Ελλάδας στις διεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, η σχετική ομαλότητα που παρουσιάζουν τα τεκταινόμενα εγχωρίως μάλλον θα διαταραχθεί από τον εκλογικό κύκλο των ευρωεκλογών και των δημοτικών / περιφερειακών, ο οποίος θα κλιμακώσει την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εξελίξεις. Ακολούθως, αναμένεται στάση αναμονής για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων από τις οικονομικές μονάδες, ιδίως από τις επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό από τα νοικοκυριά, έως ότου ολοκληρωθούν οι εκλογικές διαδικασίες και τείνουν να σταθεροποιηθούν τα χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος το οποίο θα προκύψει μετά από αυτές. Επίσης, ορισμένες πολιτικές αποφάσεις που είχαν προγραμματιστεί για το χρονικό διάστημα μέχρι τις εκλογές θα αναβληθούν για μετά από αυτές, πχ. για την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία και τη μεταρρύθμιση του κράτους.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες στο εγχώριο και διεθνές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά το τρέχον έτος, μέσω κυρίως της διεύρυνσης της άμεσης φορολογίας και των περικοπών δαπανών και όχι από μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, θα επιφέρει νέα υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η οποία θα περιορίσει και την κατανάλωσή τους. Την πτώση της θα συγκρατήσει η μικρή αύξηση της απασχόλησης για πρώτη φορά το 2014 μετά από πέντε χρόνια, εξαιτίας της αναμενόμενης ανόδου της επενδυτικής δραστηριότητας φέτος, σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες αλλαγές που έλαβαν χώρα την περασμένη διετία στην αγορά εργασίας. Συνεπώς, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να είναι αρκετά μικρότερη το τρέχον έτος σε σύγκριση με πέρυσι, της τάξης του 2% έναντι 7,8%.
Στην πλευρά της δημόσιας κατανάλωσης, η περιστολή της θα συνεχιστεί πρωτίστως λόγω της συνέχισης της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα. Πάντως, οι μεταβολές που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό του 2014 σε βασικές κατηγορίες καταναλωτικών δαπανών δεν είναι όλες μεγαλύτερες των περυσινών, ούτε αρνητικές. Αντιθέτως, κυριαρχούν μεικτές τάσεις, με ορισμένα μεγέθη να σταθεροποιούνται στο επίπεδο του 2013 και άλλα να υφίσταται εντονότερες προς τα κάτω προσαρμογές. Έτσι, είναι πιθανή η εξασθένιση της πτώσης της δημόσιας κατανάλωσης φέτος, στην περιοχή του 3%.
Σε αντίθεση με τη φθίνουσα πορεία της δημόσιας κατανάλωσης, η συμβολή του δημόσιου τομέα στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα το 2014 προβλέπεται ότι θα είναι αυξημένη έναντι εκείνης το 2013. Οι προγραμματισμένες ενισχύσεις μέσω του ΠΔΕ για το τρέχον έτος είναι ισόποσες με όσες χορηγήθηκαν πέρυσι και η χορήγησή τους εκτιμάται ότι θα κλιμακωθεί στους τελευταίους μήνες του. Όμως η συμμετοχή του δημόσιου τομέα στις επενδύσεις αναμένεται να είναι υψηλότερη λόγω της μεγαλύτερης δραστηριότητας του ΤΑΙΠΕΔ, με το σχετικό προγραμματισμό να περιλαμβάνει πολύ περισσότερους διαγωνισμούς από ότι πέρυσι. Στις επενδύσεις που θα προωθηθούν από το δημόσιο περιλαμβάνονται οι επαναϊδιωτικοποιήσεις τραπεζών οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Όπως προαναφέρθηκε, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2013 θα τονώσουν την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας έναντι των διεθνών επενδυτών, η οποία θα αποτυπωθεί στην εντονότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος στις διαγωνιστικές διαδικασίες του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και με την πραγματοποίηση άμεσων επενδύσεων από πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Στάση αναμονής για την υλοποίηση επενδύσεων έως ότου ολοκληρωθεί ο εκλογικός κύκλος θα κρατήσουν πολλές από τις εγχώριες επιχειρήσεις με επενδυτικά σχέδια. Την πραγματοποίηση επενδύσεων θα ευνοήσει η πολύ μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ιδρυμάτων μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους, που ήδη αντανακλάται στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων προς επιχειρήσεις. Πάντως, η οικοδομική δραστηριότητα θα είναι υποτονική για ακόμη μια χρονιά, μετά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στην ακίνητη περιουσία μέσω του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων. Υπό τη συνδυασμένη επίδραση των παραπάνω τάσεων στις παραμέτρους του επενδυτικού περιβάλλοντος αναμένεται αύξηση των επενδύσεων το 2014, της τάξης του 5-10%.
Αύξηση θα παρουσιάσουν για δεύτερο συνεχές έτος οι εξαγωγές, ελαφρώς μεγαλύτερη από ότι πέρυσι, καθώς η επανάκαμψη της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, βασικού προορισμού των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων, θα έχει θετική επίδραση στη ζήτησή τους. Περαιτέρω αύξηση αναμένεται και στις εξαγωγές υπηρεσιών, με το διεθνές τουριστικό ρεύμα εκ νέου να ενισχύεται το 2014. Η άνοδος τόσο των εξαγωγών αγαθών όσο και των εξαγωγών υπηρεσιών θα τις διαμορφώσει υψηλότερα κατά περίπου 4% σε σχέση με το 2013. Μικρή άνοδο είναι πιθανό να παρουσιάσουν και οι εισαγωγές, για πρώτη φορά από το 2009, εξαιτίας της αύξησης των επενδύσεων και της ήπιας υποχώρησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών.
Δεδομένων των παραπάνω εκτιμήσεων για τις τάσεις στις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι το προϊόν της ελληνική οικονομίας θα σταθεροποιηθεί φέτος στο περυσινό επίπεδό του, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο νέας μικρής μείωσής του.
Επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον Κρατικό Προϋπολογισμό το 2013
Σύμφωνα με τα ταμειακά στοιχεία για το σύνολο του 2013, το έλλειμμά του Κρατικού Προϋπολογισμού περιορίστηκε πέρυσι σχεδόν στα 2/3 του επιπέδου του το 2012, από τα €15,7 δισεκ. στα €5,4 δισεκ. Όπως είχε διαφανεί από τις αρχές του περασμένου έτους, η μείωσή του προήλθε πρωτίστως από την πτώση των πληρωμών για τόκους κατόπιν του PSI κατά €6,2 δισεκ. και δευτερευόντως από την περιστολή των πρωτογενών δαπανών κατά €3,3 δισεκ. Στην πλευρά των εσόδων η αύξηση έφτασε το €1,1 δισεκ. Από το συνδυασμό των μεταβολών στα δύο σκέλη του Κρατικού Προϋπολογισμού προέκυψε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους €603 εκατ. Επισημαίνεται πάντως ότι τα υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού ήταν αποτέλεσμα της αυξημένης απορροφητικότητας του ΠΔΕ (+€1,1 δισεκ.) και της είσπραξης €2,7 δισεκ. από ANFAs και SMPs. Χωρίς τη συμβολή τους στα περυσινά έσοδα, αυτά θα υπολείπονταν κατά €2,4 δισεκ. του επιπέδου τους το 2012. Από την άλλη πλευρά, επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη υστέρηση των εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού στο ΜΠΔΣ 2013-2016 κατά 3,8% αποσοβήθηκε πλήρως, αντανακλώντας τις αυξημένες πληρωμές φόρων στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους. Το 2014, το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στα €1,6 δισεκ. (0,8% του ΑΕΠ), ενώ το πρωτογενές πλεόνασμά του θα φτάσει τα 4,6 δισεκ. (2,5%).
Σε ότι αφορά το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, μειώθηκε το 2013 κατά €7,8 δισεκ. σε σχέση με το 2012 (εξαιρουμένων των 19,1 δισεκ. για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών), με αποτέλεσμα να μην ξεπεράσει το 2,2% του ΑΕΠ. Ο περιορισμός του προήλθε στο μεγαλύτερο μέρος του (κατά 82%) από τη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου, το οποίο παρουσίασε πλεόνασμα 2,1%, κατόπιν βελτίωσης περί τα €6,1 δισεκ. σε σχέση με το 2012. Τέτοιο μέγεθος πλεονάσματος επιτεύχθηκε τελευταία φορά τελευταία φορά το 2001.
Παρέμεινε σε πτωτική τροχιά η ανεργία κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013 – Συνέχιση της κάμψης της φέτος
Η νέα αποκλιμάκωση της ύφεσης στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου αποτυπώθηκε στις εξελίξεις στην αγορά εργασίας: ο ρυθμός μείωσης της απασχόλησης επιβραδύνθηκε στο 2,8%, από 6,3% στο αρχικό τρίμηνο πέρυσι και 8,3% στο ίδιο τρίμηνο του 2012. Αυτή η πτώση της απασχόλησης ήταν η χαμηλότερη από το τρίτο τρίμηνο του 2010, οπότε άρχισε η εφαρμογή του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής. Η σημαντική επιβράδυνση της υποχώρησης της απασχόλησης προήλθε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., από την άνοδό της κυρίως στον πρωτογενή τομέα, στην ενημέρωση-επικοινωνία και στις χρηματοπιστωτικές-ασφαλιστικές δραστηριότητες. Ακολούθως, το ποσοστό ανεργίας ήταν οριακά χαμηλότερο στο τρίτο τρίμηνο του 2013 σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο, 27,1%, έναντι 27,0%, με την άνοδό του σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα να περιορίζεται στις 2,2 ποσοστιαίες μονάδες. Πάντως, η μεγαλύτερη διεθνής τουριστική κίνηση δεν αποσόβησε την απώλεια θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης, η οποία έφτασε το 3,1% κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μικρή κλιμάκωση της ύφεσης στο καταληκτικό τρίμηνο του 2013 εκτιμάται ότι αντέστρεψε, έστω προσωρινά, την παραπάνω τάση στην απασχόληση. Άλλωστε η μη εποχικά διορθωμένη ανεργία ανήλθε από 26,4% τον Σεπτέμβριο σε 26,9% τον Οκτώβριο. Ενισχυτικά στην ανεργία το τέταρτο τρίμηνο επενέργησε από την πλευρά του δημόσιου τομέα, κυρίως η λήξη της εποχικής απασχόλησης. Η παρατεταμένη τουριστική περίοδος εκτιμάται ότι δε μετρίασε -όπως και κατά το καλοκαίρι- την άνοδο της ανεργίας. Με την αύξηση της ανεργίας στο τελευταίο τρίμηνο, το μέσο επίπεδό της το 2013 διαμορφώθηκε στο 27,3%, περίπου 3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ότι το 2012.
Σε ότι αφορά την εξέλιξη της ανεργίας το 2014, η τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και της ζήτησης εξαγωγών αναμένεται να οδηγήσουν σε μικρή υποχώρησή της, για πρώτη φορά από το 2009. Την αύξηση της ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις από τις συγκεκριμένες αιτίες θα διευκολύνουν οι εκτεταμένες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Αντίρροπα σε αυτές τις δυνάμεις θα επενεργήσει η συνέχιση της αναδιάρθρωσης στο δημόσιο τομέα, καθώς στο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής προβλέπονται 10.000 απολύσεις το τρέχον έτος. Η αλληλεπίδραση των παραπάνω δυνάμεων στην αγορά εργασίας θα ενισχύσει ελαφρώς φέτος την απασχόληση, περιορίζοντας την ανεργία στο 26% του εργατικού δυναμικού.