Το 89% των επιχειρήσεων συνδέει την αύξηση του κατώτατου μισθού με την ενδυνάμωση των δεξιοτήτων

Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Στρατηγικών Λύσεων Υπηρεσιών Ανθρωπίνου Δυναμικού, People for Business, το 89% των επιχειρήσεων συνδέουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, στα 751 ευρώ, που ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση, με την ενδυνάμωση των δεξιοτήτων, ώστε να υπάρξει μακροπρόθεσμη καταπολέμηση της ανεργίας.

Επειδή το ζήτημα της απασχόλησης είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τον κατώτατο μισθό θα πρέπει να συνδεθεί άμεσα με τις δεξιότητες που ζητά η αγορά, ώστε τα νέα προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας που θα ξεκινήσουν το επόμενο διάστημα να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, διασφαλίζοντας την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας σε μακροπρόθεσμη βάση και όχι μόνο όσο διαρκούν τα επιδοτούμενα προγράμματα”, δηλώνει η Ρεβέκκα Πιτσίκα CEO της People for Business.

“Η εργασία είναι κοινωνικό αγαθό και ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ολοκληρωμένη και στοχευμένη στρατηγική από την πλευρά του κράτους, να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ανεργίας στην ρίζα του, χωρίς αποσπασματικές κινήσεις, που έχουν μόνο ‘παυσίπονα’ αποτελέσματα. Κάθε Έλληνας πολίτης έχει δικαίωμα στην εργασία και ο ρόλος της Πολιτείας στο επίπεδο της στρατηγικής είναι καταλυτικός”, τονίζει ακόμα η Ρεβέκκα Πιτσίκα.

Συγκεκριμένα, η εταιρεία Στρατηγικών Λύσεων Υπηρεσιών Ανθρωπίνου Δυναμικού People for Business επανήλθε μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου με το ερώτημα “Η αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ θα συμβάλει στην ανάπτυξη και θα μειώσει την ανεργία;” συμπληρώνοντας την έρευνα με θέμα “Η στρατηγική και οι νέες ανάγκες των επιχειρήσεων σε ανθρώπινο δυναμικό για την επόμενη τριετία”, που πραγματοποίησε το χρονικό διάστημα από 20 Οκτωβρίου 2014 έως 20 Νοεμβρίου 2014, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 396 επιχειρήσεων από την Αττική, τη Βοιωτία και την Κόρινθο.

Βασικά συμπεράσματα συμπληρωματικής έρευνας 
Από τη συμπληρωματική έρευνα προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα:
– Το 89% των επιχειρήσεων δεν βλέπουν αρνητικά την αύξηση του βασικού μισθού, με την προϋπόθεση όμως ότι η αύξηση αυτή συνδέεται με την ενίσχυση των δεξιοτήτων που αναζητούν στην ελληνική αγορά εργασίας και που επί του παρόντος δεν βρίσκουν εύκολα. Επισημαίνουν επιπλέον ότι η ενδυνάμωση των δεξιοτήτων συμβάλλει στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας και κατά συνέπεια στην αύξηση των αποδοχών – και όχι απαραίτητα μόνο στο επίπεδο του βασικού μισθού.

-Το 75% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι η αύξηση του βασικού μισθού θα επηρεάσει σε βραχυπρόθεση βάση το βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων, όμως μακροπρόθεσμα δεν συμβάλλει μεμονωμένα στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης και στην μείωση της ανεργίας. Μόλις το 4% ανέφερε ότι η αύξηση του βασικού μισθού συμβάλλει μεμονωμένα στην ανάπτυξη.

– Επιφυλάξεις εκφράζει το 21% των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι η μεμονωμένη αύξηση του βασικού μισθού στα 751ευρώ θα οδηγήσει σε μείωση των θέσεων εργασίας, όσο η κατάσταση στην οικονομία παραμένει ρευστή. 

Τα τελευταία χρόνια ο βασικός μισθός ήταν στο κατώτατο επίπεδο, παρόλα αυτά  η ανεργία έφτασε σε πολύ υψηλά ποσοστά αγγίζοντας το 25,5% με τις επιχειρήσεις να παραπονιούνται ότι δεν βρίσκουν τους κατάλληλους υποψηφίους. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η ενδυνάμωση των δεξιοτήτων του σύγχρονου εργαζόμενου με βάση τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και όχι η αύξηση ή η μείωση του βασικού μισθού, ως μεμονωμένες και αποσπασματικές ενέργειες. Οι  επιχειρήσεις είναι διατεθειμένες να πληρώσουν προφανώς παραπάνω από το βασικό μισθό, αρκεί να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ανθρώπινο δυναμικό. Ο στόχος της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων ενίσχυσης της απασχόλησης που θα δημιουργήσουν ικανούς εργαζόμενους, τέτοιους που κάθε εταιρία θα θέλει να τους προσλάβει και να τους κρατήσει. Εξ άλλου η πρόθεση των εταιρειών για την επόμενη ημέρα είναι η αύξηση των θέσεων εργασίας και η κάλυψή τους με ικανούς και ευχαριστημένους εργαζόμενους”, επισημαίνει η Ρεβέκκα Πιτσίκα.

Βασικά συμπεράσματα αρχικής έρευνας
Η επόμενη ημέρα

Για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων μέσα στα επόμενα 3 χρόνια, το 61,53% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα πρέπει να αυξήσει τις θέσεις εργασίας, το 34,05% να τις διατηρήσει σταθερές και το 4,42% να τις μειώσει.

Αναφορικά με τις αντικαταστάσεις μέσα στην επόμενη τριετία, το 51,11% των επιχειρήσεων σκοπεύει να τις συνεχίσει σε αντίθεση με το 48,49% που δεν σχεδιάζει να προβεί σ’ αυτές.

Οι τομείς στους οποίους αναμένονται οι αντικαταστάσεις είναι οπωσδήποτε οι πωλήσεις (28,39%) και σε δεύτερο χρόνο το marketing και η πληροφορική.

Όσον αφορά το επίπεδο των θέσεων, οι επιχειρήσεις σχεδιάζουν αντικαταστάσεις κυρίως σε προϊσταμένους, ποσοστό 28,39%.

Αναφορικά με τα προγράμματα επαναπροσδιορισμού καριέρας, το 45,83% των εταιριών απάντησε ότι θα έδινε ανά περίπτωση στο προσωπικό του.

Από την έρευνα προκύπτει ότι οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό εστιάζονται κυρίως σε επίπεδο υπαλλήλων (27,85%) και  προϊσταμένων  (22,15%).

Αντίστοιχα οι ανάγκες για νέο προσωπικό όσον αφορά στους τομείς επικεντρώνονται: 39,41% στις πωλήσεις, 35,15% στην ανάπτυξη αγορών εξωτερικού και 32,16% στην παραγωγή.

Τα κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τους οι επιχειρήσεις για την επιλογή ανθρώπινου δυναμικού είναι κυρίως τα προσωπικά χαρακτηριστικά σε ποσοστό 64,19% και οι εξειδικευμένες γνώσεις σε ποσοστό 41,16%. Σημαντικά όμως είναι και η επιπρόσθετη μόρφωση (51,59%), οι τεχνικές γνώσεις (48,59%), αλλά και τα πτυχία (40,13%).

Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα δυσκολεύονται να βρουν στελέχη που να διαθέτουν τα εξής τεχνικά χαρακτηριστικά:
– Ανάπτυξη αγορών εξωτερικού (43,75%).
– Ανάπτυξη ηλεκτρονικού εμπορίου (41,14%).
– Πωλήσεις (39,16%).  
– Social media (35,14%).
– Παραγωγή (32,16%).

Επίσης έλλειψη στελεχών συναντούν οι επιχειρήσεις και σε στελέχη όσον αφορά σε προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως:
– Ευελιξία (68,75%).
– Επίλυση προβλημάτων (67,16%).
– Ανάληψη πρωτοβουλιών (62,55%).
– Διαχείριση συγκρούσεων (61,16%).
– Επιχειρηματική αντίληψη (55,16%).
– Δέσμευση (54,22%).

 Ο ρόλος της πολιτείας
Οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έρευνα, θεωρούν ότι η πολιτεία μπορεί να συμβάλει άμεσα στη δημιουργία και στη διατήρηση των θέσεων εργασίας.

Ειδικότερα, αυτό μπορεί να γίνει με:
– Μείωση των εργοδοτικών εισφορών (56,4%).
– Δημιουργία προγραμμάτων ενδυνάμωσης δεξιοτήτων για το υφιστάμενο προσωπικό (43,75)
– Επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών (43,75%).
– Δημιουργία προγραμμάτων ενδυνάμωσης δεξιοτήτων για ανέργους (40,98%).
– Δημιουργία προγραμμάτων επαναπροσδιορισμού καριέρας για ανέργους (40,15%).
-Προγράμματα τεχνικής κατάρτισης για ανέργους (37,5%).
– Επιδότηση θέσεων εργασίας για εργαζόμενους 45+ (35,36%).
– Επιδότηση θέσεων εργασίας για νέους (32,88%).

Σε ότι αφορά τώρα, στα κρατικά προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης το 51,15% των εταιριών δήλωσε ότι έχει συμμετάσχει, σε αντίθεση με το 48,85% που δεν έχει υλοποιήσει κανένα αντίστοιχο πρόγραμμα. Ωστόσο, η εμπειρία των επιχειρήσεων από τη συμμετοχή τους σε αυτά ήταν ουδέτερη σε ποσοστό 52,46%, θετική σε ποσοστό 25,16% και αρνητική σε ποσοστό 22,38%.

Στην ερώτηση, για το πώς θα χαρακτήριζαν τη διάρκεια των προγραμμάτων το 12,5% των επιχειρήσεων απάντησε πολύ ικανοποιητική, το 14,13% ικανοποιητική, το 54,11% επαρκής και το 19,26% ελλειπής.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων οι επιχειρήσεις δεν έχουν ξεκάθαρη άποψη για το αν το ανθρώπινο δυναμικό τους βελτιώθηκε. Ειδικότερα, μόνο το 9,3% των εταιριών συμφωνεί απόλυτα ότι υπήρξε βελτίωση, το 11,6% απλώς συμφωνεί, το 73,29% έχει ουδέτερη άποψη και το 6,25% διαφωνεί απόλυτα.

Ενδιαφέρον είναι βέβαια και το γεγονός ότι όταν οι επιχειρήσεις ερωτήθηκαν για το αν μετά το πέρας των προγραμμάτων και την ολοκλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης, οι επιχειρήσεις έχουν κρατήσει εργαζομένους, η συντριπτική πλειοψηφία (79,15%) απάντησε αρνητικά. Μόνο το 20,85% των εταιριών δήλωσε ότι έχει εντάξει στο δυναμικό του εργαζομένους μέσω προγραμμάτων, δηλαδή μόνο 2 στις 10 επιχειρήσεις κράτησαν εργαζόμενους μετά τη λήξη των προγραμμάτων αυτών.

Τέλος, οι επιχειρήσεις φαίνονται επιφυλακτικές στο ενδεχόμενο να συμμετάσχουν σε αντίστοιχα κρατικά προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης στο μέλλον. Ειδικότερα, μόνο το 9,63% απαντά με σιγουριά ότι θα υλοποιούσε ένα τέτοιο πρόγραμμα, το 41,16% θα το σκεφτόταν, το 31,25% πιθανόν να έλεγε ναι, ενώ το 17,96% θα ήταν αρνητικό σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Ταυτότητα έρευνας
Στην έρευνα της People for Business με θέμα “Η στρατηγική και οι νέες ανάγκες των επιχειρήσεων σε ανθρώπινο δυναμικό για την επόμενη τριετία”, που πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα από 20 Οκτωβρίου 2014 έως 20 Νοεμβρίου 2014 (Α’ Μέρος) και από 26 Ιανουαρίου 2015 έως 5 Φεβρουαρίου 2015 (Β’ Μέρος) συμμετείχαν 396 επιχειρήσεις από την Αττική, τη Βοιωτία και την Κόρινθο (ξένες πολυεθνικές 35,48%, ελληνικές πολυεθνικές 12,9% και ελληνικές 51,62%) από όλους τους κλάδους της οικονομίας. Ειδικότερα στις ερωτήσεις απάντησαν ανώτατα διοικητικά στελέχη σε ποσοστό 45,16%, γενικοί διευθυντές σε ποσοστό 19,35%, διευθύνοντες σύμβουλοι σε ποσοστό 22,58% και μέτοχοι/πρόεδροι/μέλη ΔΣ σε ποσοστό 12,91%.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ