της Μαριάνθης ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ*
Τα τελευταία χρόνια γίνεται στη Ευρώπη μεγάλη συζήτηση για τα συμπληρωματικά νομίσματα και τον τρόπο που λειτουργούν στην πραγματική οικονομία και την αγορά. Πολλά γράφονται και πολλά θα γραφτούν στο επόμενο διάστημα σχετικά με αυτά, μιας και θέμα της ανάπτυξης και της ρευστότητας στην αγορά είναι αυτό που απασχολεί, όλους όσοι δραστηριοποιούνται όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα (μικρομεσαίους επιχειρηματίες ή ελεύθερους επαγγελματίες κάθε κλάδου) αλλά και στον δημόσιο.
Γενικές πληροφορίες για τα συμπληρωματικά νομίσματα
Τα συμπληρωματικά νομίσματα είναι νομίσματα που δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία μιας Κεντρικής Τράπεζας και συνήθως είναι είτε τοπικά, είτε κλαδικά, σίγουρα όμως είναι περιορισμένης κυκλοφορίας και λειτουργούν συμπληρωματικά στο “εθνικό” νόμισμα.
Η ισοτιμία τους είναι 1:1 στο “εθνικό” νόμισμα στη χώρα κυκλοφορίας τους, δεν επηρεάζουν την ισοτιμία του τελευταίου σε διεθνές επίπεδο, ούτε την νομισματική πολιτική μιας Κεντρικής Τράπεζας, ούτε βέβαια φιλοδοξούν να γίνουν τα ίδια “εθνικά” νομίσματα και να καταλάβουν το πλαίσιο λειτουργίας των τελευταίων στις αγορές.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα είδος κουπονιού που χρησιμεύει στο να κινηθεί η οικονομία σε τοπικό επίπεδο πιο γρήγορα, ή να γίνουν πιο γρήγορα οι επενδύσεις στους κλάδους από τα δίκτυα που τα εκδίδουν.
Η κυκλοφορία αυτών των νομισμάτων γίνεται μέσω δικτύων με τα οποία συμβάλλονται οι επιχειρήσεις αποδεχόμενες να τα χρησιμοποιήσουν στην επιχειρηματική τους πρακτική για να καλύψουν μέρος του κόστους αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών ή διαφορές στην αξία αυτών σε περίπτωση που τα χρησιμοποιούν στο πλαίσιο της ανταλλακτικής οικονομίας.
Αν κοιτάξουμε το πλαίσιο λειτουργίας τους διαπιστώνουμε πως τα συμπληρωματικά νομίσματα δημιουργούν συνήθως ένα πλεόνασμα της τάξης του 5%, το οποίο προέρχεται από την ανταλλαγή τους με το “εθνικό” νόμισμα. Αυτό σημαίνει πως ενώ η ονομαστική αξία των νομισμάτων είναι 1:1 όταν κάποιος τα ξοδέψει σε επαγγελματία που συμμετέχει στο πρόγραμμα ως μέλος του δικτύου, η αγοραστική τους, είναι 0,95, όταν τα αγοράζει από τους εκδότες. Με αυτόν τον τρόπο τα συμπληρωματικά νομίσματα κοστίζουν λιγότερο στους χρήστες τους ενώ η αγορά τα αποδέχεται ως ισότιμα με τα εκάστοτε “εθνικά”.
Σίγουρο είναι πάντως ότι τα συμπληρωματικά νομίσματα δεν αποσκοπούν στη συσσώρευση κέρδους μιας και από το 5% του πλεονάσματος, το 3% συνήθως διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς στην κοινότητα δραστηριοποίησης του δικτύου, ενώ το υπόλοιπο 2% λειτουργεί ως το κίνητρο που καταβάλλεται σε κάποιον για την ανταλλαγή του “εθνικού” νομίσματος στο τοπικό.
Κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις που είναι συμβεβλημένες με δίκτυα και χρησιμοποιούν συμπληρωματικά νομίσματα γίνονται πιο ανταγωνιστικές, μιας και διαθέτουν μεγαλύτερη ρευστότητα, ενώ παράλληλα ενισχύεται η τοπική ή η κλαδική αγορά αναπτύσσοντας μεγαλύτερη δραστηριότητα και καλύπτοντας πολύ πιο εύκολα τα πιο ανελαστικά έξοδα, όπως φόρους, εισφορές, μισθοδοσίες κτλ.) που χρειάζεται να πληρωθούν σε “εθνικό νόμισμα”.
Τα συμπληρωματικά νομίσματα στον κόσμο
Το μεγαλύτερο συμπληρωματικό νόμισμα του κόσμου σήμερα είναι το ελβετικό WIR που ξεκίνησε το 1932 μετά την κρίση του 1929 από 12 εταιρείες στη Ζυρίχη, οι οποίες δημιούργησαν μια ανταλλακτική κοινότητα μεταξύ τους. Σήμερα η κοινότητα αυτή απαριθμεί περί τις 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (20% της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας της χώρας). Το WIR υπόκειται στο νόμο περί τραπεζών από το 1934, ενώ από το 1992 ξεκίνησε και η λειτουργία της τράπεζας WIR Bank η οποία προσφέρει όλες τις τραπεζικές εργασίες. Το νόμισμα είναι μόνο σε ηλεκτρονική μορφή και είναι αποκλειστικό της ανταλλακτικής οικονομίας και δεν υπόκειται στον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.
Παράλληλα στην ίδια χώρα κυκλοφορεί σε χάρτινη μορφή εδώ και 75 περίπου χρόνια το συμπληρωματικό κλαδικό νόμισμα Reka, το οποίο το αποδέχονται 8.500 επιχειρήσεις στον τομέα του τουρισμού. Εκτός από πολλά ξενοδοχεία το νόμισμα χρησιμοποιείται για την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών από σούπερ μάρκετ και τους σιδηρόδρομους, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και χρεωστική κάρτα σε συνεργασία με τράπεζα. Στα 75 αυτά χρόνια έχουν δημιουργηθεί από την εταιρεία αρκετά τουριστικά χωριά και πολύς κόσμος με χαμηλότερα εισοδήματα κάνει τις διακοπές του εκεί. Η ανάπτυξη αυτού του συστήματος συνεπάγεται και ανάπτυξη του τουρισμού στις διάφορες περιοχές της χώρας, αλλά και την παράλληλη ανάπτυξη συναφών επαγγελμάτων. Το νόμισμα εκδίδεται από ιδιωτική κοινοπραξία στη Βέρνη και δεν υπόκειται στον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.
Στη Γερμανία, χώρα της Ευρωζώνης, τα συμπληρωματικά νομίσματα είναι συνήθως τοπικά νομίσματα και στοχεύουν στο να κινηθούν οι τοπικές αγορές, ενώ ορισμένα τυπώνονται, όπως το νόμισμα του Βερολίνου, στο Ομοσπονδιακό Τυπογραφείο, το οποίο τυπώνει και τα Ευρώ για την Γερμανική Κεντρική Τράπεζα. Σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να δούμε πως αφενός μεν στη Γερμανία η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα έχουν το μονοπώλιο έκδοσης νομισμάτων και ιδιαίτερα χαρτονομισμάτων, από τη άλλη όμως πλευρά η νομικά κατοχυρωμένη ελευθερία συμβάσεων επιτρέπει στους συμβαλλόμενους να καθορίζουν ελεύθερα τα χαρακτηριστικά της σύμβασής τους. Έτσι νομίσματα όπως τα Berliner, Justus, Roland, Rheingold, Chiemgauer, VolmerTALER και πολλά άλλα κυκλοφορούν ελεύθερα στις πόλεις από τις κοινοπραξίες ή τα σωματεία που τα δημιούργησαν, υποβοηθώντας την ρευστότητα στις περιοχές αυτές.
Συμπληρωματικά νομίσματα κυκλοφορούν σε μεγάλες πόλεις, όπως στο Τορόντο, το Bristol ή η Βαλτιμόρη, στις Η.Π.Α , την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία καθώς και την Ιαπωνία, ενώ παράλληλα πολλά κλαδικά νομίσματα βοηθούν στην ανάπτυξη των επαγγελματικών κλάδων που τα εκδίδουν.
Το 2006 το Annual Report of the Worldwide Database of Complementary Currency Systems παρουσίασε μία ερεύνα στην οποία 94 από 150 συμπληρωματικά συστήματα έδωσαν συγκεκριμένες απαντήσεις για τα συμπληρωματικά νομίσματα, θεωρώντας πως: “[…] All Reasons provided for starting a complementary currency system were good reasons, those who gave specific answers said that Community Development, Micro and Small Enterprise Development, Activating the Local Marketplace and Social Integration were the most important specific reasons.”
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση για ένα παγκόσμιο νόμισμα, το terra, που έκανε ο Βέλγος οικονομολόγος Bernaed A. Lietaer. Σύμφωνα με τον Lietaer το νόμισμα θα βασίζεται σε 9-12 σημαντικά commodities (πάντα σε σχέση με τη σημασία τους για το παγκόσμιο εμπόριο) και ο οικονομολόγος αποφαίνεται πως το terra θα παρέχει στο παγκόσμιο εμπόριο ένα νόμισμα που δεν θα υποφέρει από πληθωρισμό.
Υπάρχει λοιπόν ακόμα περιθώριο για τη δημιουργία ρευστότητας προς όφελος της αγοράς χωρίς την απαραίτητη χρήση ενός μόνο νομίσματος. Η ερώτηση είναι κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο ορισμένες χώρες της, είναι σε θέση να θεωρήσει τη χρήση συμπληρωματικών νομισμάτων ως καλή πρακτική για την ανάπτυξη των τοπικών αγορών.
Και η δεύτερη, ίσως πιο σημαντική ερώτηση, είναι το κατά πόσο ιδιώτες και επαγγελματίες μπορούνε να κατανοήσουν το νόημα των συμπληρωματικών νομισμάτων στο πλαίσιο της οικονομίας και της ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών και να υποστηρίξουν αξιόπιστα δίκτυα στις χώρες τους και τις περιοχές τους. Και τέλος ίσως αξίζει τον κόπο να ερωτηθούμε αν τα συμπληρωματικά νομίσματα θα μπορούσαν να γίνουν ο μοχλός ανάπτυξης μιας πιο συνεργατικής οικονομίας στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Μένει να δούμε την εξέλιξη στα επόμενα χρόνια.
* Η Μαριάνθη Σταυρίδου είναι υπεύθυνη εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στην ελληνική startup εταιρεία tradeNOW, με πολύχρονη εμπειρία σε μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό