Ένα σχέδιο υποστήριξης και ενθάρρυνσης ιδιωτικών επενδύσεων σε startups

του Δημήτρη ΤΣΙΓΚΟΥ*

Το πλέον επώδυνο σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων. Το πρόβλημα αυτό είναι στην ουσία του πανευρωπαϊκό, στην Ελλάδα όμως μεγιστοποιείται και οι συνέπειές του στην ίδια τη συνοχή του κοινωνικού ιστού είναι ορατές. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Στην Ελλάδα πια έχουμε περισσότερους από 1.500.000 ανέργους, σχεδόν δηλαδή το ένα τρίτο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ η ανεργία των νέων έχει εκτοξευτεί σε αστρονομικά ποσοστά, στο επίπεδο του 60%.

Δεν χωρά αμφιβολία καμιά πως κάθε στρατηγική αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να έχει στο επίκεντρό της τη μαζική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Πράγματι, αν το 1.500.000 συμπολιτών μας δεν αποκτήσει εκ νέου αγοραστική δύναμη ώστε στη συνέχεια να αρχίσει σιγά σιγά να κάνει αγορές και στη συνέχεια επενδύσεις, δεν υπάρχει απολύτως καμία περίπτωση επανεκκίνησης της οικονομίας της χώρας.

Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να συζητήσουμε για το “είδος” των θέσεων εργασίας που πρέπει να δημιουργηθούν – θυμίζουμε πως αυτό μάλιστα πρέπει να γίνει “μαζικά”. “Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή” λέει σοφά ο ελληνικός λαός, η αλήθεια όμως είναι πως για να υπάρχουν πιθανότητες ανάκαμψης της οικονομίας μας και εύρεσης μιας βιώσιμης θέσης στο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό, οι θέσεις εργασίας που πρέπει να δημιουργηθούν κατά κανόνα θα είναι “έντασης γνώσης”. Πέραν αυτού, πρόσφατα ο Eric Schmidt δήλωσε στην Αθήνα πως “για κάθε θέση εργασίας έντασης γνώσης που δημιουργείται, δημιουργούνται ακόμα πέντε της παραδοσιακής οικονομίας”. Είναι λοιπόν προφανές πως η Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει στη μαζική δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, θέσεων εργασίας δηλαδή έντασης γνώσης.

Δεν θέλει ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς πως η μαζική δημιουργία τέτοιων θέσεων εργασίας προϋποθέτει επενδύσεις. Τίθεται λοιπόν αμέσως το ερώτημα ως προς το ποιος θα κάνει τις επενδύσεις αυτές. Γενικά, στην ερώτηση αυτή υπάρχουν τρεις ομάδες απαντήσεων:
(α) Το Κράτος με τους διάφορους φορείς και προγράμματά του.
(β) Οι τράπεζες, ομοίως με τους διάφορους οργανισμούς και θυγατρικές τους.
(γ) Οι ιδιώτες, είτε φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις. Δυστυχώς για την Ελλάδα η σκληρή αλήθεια είναι πως το Κράτος και οι Χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν ουσιαστικά πτωχεύσει. Δεν μένει κανείς λοιπόν άλλος να επενδύσει στην επιχειρηματικότητα, πέρα από τους ιδιώτες.

Τα καλά νέα είναι πως για τους ιδιώτες, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, η επένδυση στην επιχειρηματικότητα είναι πολύ πιο ελκυστική από παλιότερα. Αυτό συμβαίνει κύρια λόγω της υψηλής αβεβαιότητας που υπάρχει στα παραδοσιακά επενδυτικά προϊόντα. Τα κακά νέα όμως είναι επίσης πολλά: Η ελληνική οικονομία καταρρέει και το success story έχει βρει τη θέση που του αξίζει δίπλα στην κοκκινοσκουφίτσα και τον Πινόκιο. Ακόμα η φορολογία αλλάζει διαρκώς και μόνο προς τα πάνω ενώ ο κίνδυνος κουρέματος καταθέσεων παρά τις συνεχείς περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις παραμένει υπαρκτός – Με βάση τουλάχιστον τις δημόσιες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μελλοντική διαδικασία διάσωσης Τραπεζών που θα βρεθούν σε δυσχερή θέση.

Στο περιβάλλον αυτό, συνειδητοποιώντας ότι (α) αν δεν δημιουργηθούν θέσεις εργασίας έντασης γνώσης δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση όπως και ότι (β) μόνο οι ιδιώτες μπορούν να επενδύσουν για τη δημιουργία των παραπάνω θέσεων, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για τη χάραξη ενός Σχεδίου υποστήριξης και ενθάρρυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων.

Ποια θα ήταν τα βασικά στοιχεία του Σχεδίου αυτού; Νομίζω πως τα ακόλουθα θα ήταν λογικά:
1. Θέσπιση φοροαπαλλαγής για ιδιώτες και επιχειρήσεις ως ποσοστό επενδύσεων που πιστοποιημένα πραγματοποιήθηκαν σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Επί παραδείγματι για κάθε 1.000 ευρώ που αποδεδειγμένα επενδύονται θα μπορούσε να υπάρχει φοροαπαλλαγή 750 ευρώ.

2. Δημιουργία Ταμείων Συνεπένδυσης (co-investment funds) για ιδιώτες επενδυτές. Δηλαδή, αν ένα σύνολο ιδιωτών επενδυτών, φυσικών προσώπων ή/και επιχειρήσεων, αποφασίσουν να επενδύσουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις, θα μπορούσε το Κράτος ή η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεπενδύουν ένα αντίστοιχο ποσό στην ίδια επιχείρηση – matching fund σε ποσοστό 50%.

3. Προώθηση δημιουργίας συνεταιριστικών ταμείων σποράς (cooperative seed capital funds) για επενδύσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις με συνεπένδυση του Κράτους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα με μέθοδο crowdfunding θα μπορούσε να συγκεντρωθεί ένα κεφάλαιο ύψους 1 εκ. ευρώ και ένα ισόποσο matching fund θα μπορούσε να επενδυθεί από κρατικούς ή/και Ευρωπαϊκούς φορείς.

4. Θέσπιση φορολογικής αμνηστίας για επαναπατρισμό κεφαλαίων υπό τον αυστηρό όρο της επένδυσής τους σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Θα μπορούσε δηλαδή ένας ιδιώτης ή επιχείρηση να προβεί σε επαναπατρισμό κεφαλαίων, ενδεχομένως πληρώνοντας ένα τέλος επαναπατρισμού 2%, και να του χορηγείται φορολογική αμνηστία για τα χρήματα αυτά υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι το 50% από αυτά θα επενδύεται για δημιουργία θέσεων εργασίας έντασης γνώσης.

Κρίνω σκόπιμο να σημειώσω πως όλα τα matching funds που αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελούν επιπλέον κόστος για τον ελληνικό ή τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Μπορούν εύκολα να βρεθούν με κατάργηση κάθε είδους επιδότησης και αξιοποίησης των κεφαλαίων αυτών για υποστήριξη επενδυτικών δράσεων όπως οι παραπάνω που αναφέρθηκαν.

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιχειρηματικών Αγγέλων (EBANThe European Trade Association for Business Angels, Seed Funds and other Early Stage Market Players) έχει καταγράψει αναλυτικά τις βέλτιστες πρακτικές που έχουν επιτύχει σε μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ αυτών και η Πορτογαλία στην περίοδο της κρίσης, του μνημονίου και του ΔΝΤ. Το ΕΒΑΝ έχει εκφράσει τη διάθεσή του να συνεισφέρει με μεταφορά τεχνογνωσίας προς την ελληνική κυβέρνηση και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή για τη χάραξη και την εξειδίκευση του Σχεδίου υποστήριξης και ενθάρρυνσης ιδιωτικών επενδύσεων.

Δυστυχώς η κρίση δεν είναι ένα κακό όνειρο που κάποια στιγμή θα τελειώσει. Είναι το αποτέλεσμα, το σύμπτωμα, ενός οικονομικού μοντέλου που κατέρρευσε. Αν δεν αλλάξουμε τις βασικές παραμέτρους του οικονομικού αυτού μοντέλου, έξοδος από την κρίση δεν θα υπάρξει. Εναπόκειται στον καθένα από εμάς να κάνει τον μετασχηματισμό αυτόν πράξη, ξεκινώντας από την ίδια την εργασία και την πιθανή επιχειρηματική του δραστηριότητα, συνεχίζοντας με τις επενδυτικές επιλογές του. Η υιοθέτηση ενός Σχεδίου για την υποστήριξη και την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό μέσο για την αφύπνιση της δημιουργικότητας και της αυτοπεποίθησης των Ελλήνων.

Εξάλλου, ο ελληνικός λαός πληρώνει 2,000,000,000 ευρώ κάθε χρόνο για φροντιστήρια. Το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να επενδύσει ένα μικρό τμήμα από τα χρήματα αυτά στα ίδια του τα παιδιά, με έναν πολύ πιο υγιή τρόπο. Βοηθώντας τα όχι να παπαγαλίσουν αλλά να πραγματώσουν τη δημιουργικότητά τους και να κάνουν πράξη την οικονομία της συνεργασίας και της δημιουργικότητας.


* ο Δημήτρης Τσίγκος, είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Νεοφυών Επιχειρήσεων και της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Νέων Επιχειρηματιών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ