Alpha Bank: Στην Ελλάδα υπερφορολογούνται οι συνεπείς

Υπερφορολόγηση των πολιτών που είναι συνεπείς στις πληρωμές των υποχρεώσεών τους, σε αντίθεση με εκείνους που είτε δεν πληρώνουν, είτε πληρώνουν μερικώς τις υποχρεώσεις τους, διαπιστώνει το εβδομαδιαίο δελτίο της διεύθυνσης οικονομικών μελετών της Alpha Bank.

 

Ειδικότερα, στη σχετική ανάλυση η Alpha Bank υποστηρίζει, μεταξύ, ότι “η Ελλάδα έχει σημειώσει πρωτοφανή πρόοδο τα τελευταία τέσσερα έτη και ιδιαίτερα το 2013.

Η πιο αξιοσημείωτη εξέλιξη το 2013 ήταν, προφανώς, η επίτευξη σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος στη γενική κυβέρνηση, εκτιμώμενου ύψους άνω του 0,8% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς ελλείμματος -0,12% του ΑΕΠ που προέβλεπε η Τρόικα για το 2013 και έναντι ελλείμματος -1,5% του ΑΕΠ το 2012 και -10,4% του ΑΕΠ το 2009”.

 

Η ανάλυση της τράπεζας συνεχίζει αναφέροντας ότι “η δημοσιονομική προσαρμογή το 2013 επιτεύχθηκε σε συνδυασμό με τη σημαντική επιβράδυνση της πτώσης του ΑΕΠ στο -3,7% το 2013 (4ο 3μηνο.2013: -2,6%), έναντι της πτώσης του κατά -4,2% που προέβλεπε η Τρόικα. Επίσης, τα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας στο 4ο 3μηνο 2013 ενισχύουν τις προοπτικές για θετική αύξηση του ΑΕΠ από το 1ο 3μηνο 2014 και για αύξησή του κατά ποσοστό άνω του 1,0% το 2014 ως σύνολο. Είναι πολύ σημαντικό το ότι η Ελληνική οικονομία ανακάμπτει, αξιοποιώντας τα αναμφισβήτητα συγκριτικά της πλεονεκτήματα εν μέσω καταστροφικών εκτιμήσεων περί του αντιθέτου. Είναι νωπές στο μυαλό όλων μας οι ανιστόρητες εκτιμήσεις της Citigroup για έξοδο της χώρας από το Ευρώ, με πτώση του ΑΕΠ κατά -7,4% το 2013 και κατά -11,8% το 2014, με την ανεργία να διαμορφώνεται σε 36% το 2014 και 40% το 2015.

 

Σε ότι αφορά στη φορολόγηση των πολιτών, και στο εάν αυτή είναι υπέρμετρη ή όχι, η Alpha Bank σημειώνει τα εξής:

 

Προβάλλεται σήμερα ο ισχυρισμός από πολλούς ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγούμενου υπερ-φορολόγηση των Ελλήνων πολιτών. Από την άλλη πλευρά, εκφράζονται απόψεις ότι η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων δεν είναι υψηλότερη από άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ, και ότι η Ελλάδα υποφέρει από λίγους φόρους.


Σε σχέση με τις ανωτέρω αιτιάσεις σημειώνεται ότι:

 

Πρώτον, η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της ΓΚ κατά 24 δισ. ευρώ, προέκυψε από τη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών κατά 31,5 δισ. ευρώ και από την ταυτόχρονη μείωση των εσόδων της ΓΚ κατά 6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ως

ποσοστό του ΑΕΠ, η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της ΓΚ κατά -11,2 π.μ. του ΑΕΠ, οφείλεται στη μείωση των πρωτογενών δαπανών της ΓΚ κατά

4,1 π.μ. του ΑΕΠ, και στην αύξηση των εσόδων της ΓΚ κατά 7,1 π.μ. αυτού του (σημαντικά μειωμένου) ΑΕΠ.

 

Επομένως, σε απόλυτα μεγέθη η δημοσιονομική προσαρμογή επιτεύχθηκε αποκλειστικά λόγω της τεράστιας μείωσης των πρωτογενών δημοσίων

δαπανών και παρά το ότι τα έσοδα της ΓΚ ήταν σημαντικά μειωμένα κατά 6 δισ. ευρώ και μάλιστα κάτω από τα σημαντικά μειωμένα έσοδα του 2009. Βέβαια, θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η μείωση των εσόδων στην περίοδο της προσαρμογής

ήταν αναμενόμενη λόγω της μεγάλης πτώσης των εισοδημάτων και της αύξησης της ανεργίας που συνεπαγόταν αυτή η ίδια η κατακόρυφη μείωση των δημοσίων δαπανών.

 

Με αυτή την έννοια και τα έσοδα της ΓΚ συνέβαλαν στη δημοσιονομική προσαρμογή, στο βαθμό που μειώθηκαν ποσοστιαία λιγότερο από την ποσοστιαία μείωση του ΑΕΠ και επομένως αυξήθηκαν σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ.

 

Δεύτερον, η μείωση των εσόδων της ΓΚ κατά ποσοστό χαμηλότερο από το ποσοστό μείωσης του ΑΕΠ στηρίχθηκε στη σημαντική αύξηση των φορολογικών συντελεστών (και, επομένως, και της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων) στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (εάν ληφθεί υπόψη και η εισφορά 1,0% – 4,0%) και στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και των φορολογικών συντελεστών στον ΦΠΑ και στους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (ΕΦΚ) καυσίμων και καπνού.

 

Επίσης, καταργήθηκαν οι διάχυτες φορολογικές απαλλαγές που ίσχυαν έως το 2009 και το 2013 εισπράχθηκαν έσοδα και από τους φόρους περιουσίας που ήταν αυξημένα κατά περίπου 3,0 δισ. ευρώ έναντι του 2009. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα από τους φόρους εκτός των φόρων περιουσίας ήταν το 2013 μειωμένα κατά 9 δισ. ευρώ έναντι του 2009.

 

Τρίτον, σε κάθε περίπτωση τα έσοδα της ΓΚ αυξήθηκαν ως ποσοστό του μειωμένου ΑΕΠ από 38,4% το 2009 στο 45,5% το 2013, αν και παραμένουν χαμηλότερα, ως ποσοστό στο ΑΕΠ, των εσόδων στη Ζώνη του Ευρώ και σε πολλές άλλες χώρες της ΖτΕ.

 

Συνιστά αυτό υπερφορολόγηση των Ελλήνων πολιτών; Η απάντηση στο σημαντικό αυτό ερώτημα είναι αναμφισβήτητα ναι, αλλά μόνο για τους φορολογούμενους που πληρώνουν κανονικά τους φόρους που τους επιβάλλονται. Σημειώνεται ότι εκτός

από τα έσοδα που πράγματι εισπράχθηκαν, με τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές το 2013 βεβαιώθηκαν επιπλέον φόροι ύψους 7,75 δισ. ευρώ και

εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ που δεν πληρώθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι.

Επιπλέον, ένα πρόσθετο ποσό φόρων ύψους άνω των 7 δισ. ευρώ (περίπου 15% επί των εισοδημάτων που αποκτώνται στην παράλληλη οικονομία στην Ελλάδα) δεν βεβαιώθηκαν καν διότι δεν δηλώθηκαν είτε στον ΦΠΑ είτε στους ΦΕΦΠ και ΦΕΝΠ είτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καυσίμων και καπνού.

Επομένως, εάν όλοι οι φορολογούμενοι πλήρωναν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις τους από εισφορές που προκύπτουν με βάση τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές, τότε τα έσοδα της ΓΚ θα ανέρχονταν στα 97,5 δισ. ευρώ το 2013, δηλαδή στο 53,6% του ΑΕΠ του 2013, όταν στη ΖτΕ δεν υπερβαίνει το 46,7% του ΑΕΠ.

 Αυτό είναι ουσιαστικά το μέσο ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης για τους συνεπείς φορολογούμενους πράγμα που συνιστά αναμφισβήτητα υπερ-φορολόγηση γι’ αυτούς τους φορολογούμενους.

Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης για τους φορολογούμενους που δεν πληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις ή τις πλήρωσαν μόνο μερικώς είναι μηδέν (0%), ή πολύ χαμηλό.

 

Βέβαια, εκτός των ανωτέρω, η γενικότερη διάρθρωση του ελληνικού φορολογικού συστήματος, όπως προκύπτει από τα έσοδα που πράγματι εισπράττονται, είναι σε μεγάλο βαθμό προβληματική και αντιαναπτυξιακή, για τους ακόλουθους λόγους: Από τη μια μεριά, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων μειώθηκαν από το 8,6% του ΑΕΠ το 2000, στο 7,18% του ΑΕΠ το 2009, στο 6,2% του ΑΕΠ το 2011 και στο 6,3% του ΑΕΠ το 2013 και σε κάθε περίπτωση είναι πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των εσόδων αυτών στις χώρες του ΟΟΣΑ που ήταν 12,7% το 2010 και 11,3% το 2011.

 

Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει από την εξέλιξη του συνόλου των εσόδων της χώρας από άμεσους φόρους, παρά το ότι αυξήθηκαν ελαφρά μετά το 2012, λόγω της μεγάλης αύξησης των φόρων περιουσίας. Στην Ελλάδα, οι εισπράξεις από άμεσους φόρους εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ από το μέσο όρο στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ.

Αυτό, βέβαια, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μεγάλη φοροδιαφυγή, όπως προαναφέρθηκε”.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ