Αύξηση της “μαύρης” οικονομίας αν μειωθούν οι διατραπεζικές προμήθειες ηλεκτρονικών συναλλαγών;

ειδικού συνεργάτη

Οι μικρότερες διατραπεζικές προμήθειες κρύβουν τον κίνδυνο αύξησης της “μαύρης” οικονομίας, τονίζουν έμπειρα στελέχη της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς, με αφορμή την επιθυμία της ΕΕ να περικόψει το κόστος των ηλεκτρονικών πληρωμών για τους εμπόρους, καθώς, όπως τονίζουν με αυτό τον τρόπο όλες οι δαπάνες θα επιβαρύνουν τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραοικονομίας.

Μία συναλλαγή αξίας 100 ευρώ με μετρητά έχει κόστος διαχείρισης περίπου 3 ευρώ, ενώ για την ίδια συναλλαγή μέσω πιστωτικής κάρτας το κόστος δεν ξεπερνά τα 1,2 ευρώ. Επομένως, αν οι συναλλαγές διαχειρίζονταν μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, το ευρωπαϊκό σύστημα θα μπορούσε να εξοικονομήσει πολλά χρήματα.

Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μελετά την υιοθέτηση μέτρων που καθιστούν πιο διαφανή τη χρήση καρτών πληρωμής, με στόχο τον περιορισμό της παραοικονομίας μέσα από τη αύξηση της ανιχνευσιμότητας των πληρωμών. Στις Βρυξέλες έγραψαν, μάλιστα, το 2012, την “Πράσινη Βίβλο” με τον τίτλο “Προς μία ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή αγορά πληρωμών μέσω καρτών, διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου”. Όπως τονίζουν όμως παράγοντες, οι επικεφαλείς της ΕΕ “επινόησαν” συνταγές που μπορεί να αποδειχθούν πολύ επιβλαβείς για επιχειρήσεις και καταναλωτές.

Ανάμεσα στις διάφορες προτάσεις αλλαγών που περιέχονται στην “Πράσινη Βίβλο”, εκείνες που προκάλεσαν μεγαλύτερη αμηχανία αφορούν τα Interchange Fees, δηλαδή τις διατραπεζικές προμήθειες που η αποδέκτρια τράπεζα του εμπόρου πληρώνει σε εκείνη του κατόχου της κάρτας, προκειμένου να καλύψει το κόστος λειτουργίας του συστήματος. Οι διατραπεζικές προμήθειες που καθορίζονται από οργανισμούς συστημάτων πληρωμών, όπως η MasterCard και η Visa, είναι το στοιχείο εκείνο που διατηρεί σε ισορροπία το λεγόμενο τετραμερές μοντέλο των πληρωμών, στο οποίο συμμετέχουν ο κάτοχος της κάρτας (ο πελάτης/ καταναλωτής), η τράπεζά του (εκδότρια τράπεζα), η εμπορική επιχείρηση και η τράπεζά εκκαθάρισης των συναλλαγών (αποδέκτρια τράπεζα).

Υπάρχει λοιπόν, μία τάση η οποία προσανατολίζεται προς την κατάργηση των προμηθειών αυτών. Η βασική ιδέα είναι ότι με την μείωση των διατραπεζικών προμηθειών θα αυξηθούν οι συναλλαγές με κάρτες και συνεπακόλουθα θα επέλθει μείωση του κόστους των αγαθών.

Ωστόσο, όπως αναφέρουν ορισμένα στελέχη του ευρωπαϊκού τραπεζικού χώρου, η περίπτωση της Ιταλίας αποδεικνύει σαφώς ότι δεν υπάρχει κανένας άμεσος συσχετισμός ανάμεσα στο ύψος της διατραπεζικής προμήθειας και στον αριθμό των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Στην Ιταλία το ύψος της προμήθειας είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρ’ όλα αυτά, όπως προκύπτει από τις στατιστικές που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσον αφορά στον αριθμό των συναλλαγών μέσω κάρτας, η Ιταλία βρίσκεται στις χαμηλές θέσεις, έχοντας λίγο περισσότερες από 1,7 δισ. συναλλαγές το 2011, σε σύγκριση με τα περίπου 10 και 8 δισ. στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία αντίστοιχα, επί συνόλου περίπου 38,5 δισ. συναλλαγών στον ευρωπαϊκό χώρο.

Μέχρι σήμερα, η μόνη συγκεκριμένη περίπτωση αισθητής μείωσης των προμηθειών συναντάται στην Ισπανία όπου, το 2006, ψηφίστηκε νόμος ο οποίος μείωσε τις διατραπεζικές προμήθειες κατά 57%. Το μέτρο, ωστόσο, καταργήθηκε το 2010, καθ’ όσον η μείωση των προμηθειών δεν συνοδεύτηκε από τα επιθυμητά οφέλη σε σχέση με τις τιμές λιανικής πώλησης. Στη χώρα της Ιβηρικής, μετά τη μείωση των διατραπεζικών προμηθειών, σημειώθηκε σημαντική εξοικονόμηση κόστους για τους εμπόρους, ίση με περίπου 2,3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, παρά την εξοικονόμηση αυτή, το κόστος για τους καταναλωτές ανέβηκε κατά 50%, εξαιτίας της αύξησης της ετήσιας συνδρομής των καρτών, κατά περίπου 2,35 δισ. ευρώ.

Όπως εξηγούν τα τραπεζικά στελέχη, το κόστος που πρώτα μοιραζόταν ανάμεσα σε εμπόρους, τράπεζες και καταναλωτές, στη συνέχεια πέρασε εξ ολοκλήρου στους καταναλωτές, οι οποίοι επιβαρύνθηκαν με την αύξηση του κόστους των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που χρησιμοποιούσαν. Λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των διατραπεζικών προμηθειών, οι τράπεζες αναγκάστηκαν να αντισταθμίσουν την απώλεια εσόδων, ανακατανέμοντας το κόστος στους καταναλωτές, μέσα από την αύξηση της ετήσιας συνδρομής. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι δεν καταγράφηκε καμία μείωση στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. Αντιθέτως, αυτό που παρατηρήθηκε ήταν μία σημαντική επιστροφή στη χρήση των μετρητών και συνεπακόλουθα την αύξηση της παραοικονομίας.

Όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, θα ήταν καλό η Ευρωπαϊκή Ένωση να εγκαταλείψει το ισπανικό μοντέλο και να αντιγράψει ένα σύστημα όπως αυτό της Νότιας Κορέας, όπου η κυβέρνηση προώθησε ένα πακέτο κινήτρων που συνίστανται σε κατ’ αποκοπή επιστροφές ΦΠΑ για τις αγορές με κάρτα και σε ένα λαχείο απευθυνόμενο στους κατόχους πιστωτικών καρτών, το οποίο βασίζεται στην κλήρωση των αποδείξεων των συναλλαγών που πραγματοποιούνται με κάρτα. Αποτέλεσμα των κινήτρων αυτών ήταν η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 20 δισ. μέσα σε τέσσερα χρόνια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ